μεσώροφος

μεσώροφος
ο
1. ο μεσαίος όροφος μιας οικοδομής.
2. ο χώρος ανάμεσα στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεσώροφος — ο βλ. μεσόροφος …   Dictionary of Greek

  • μεσόροφος — και μεσώροφος, ο 1. ο μεσαίος όροφος μιας οικοδομής 2. το μεσοπάτωμα, ο ημιόροφος, ο ενδιάμεσος όροφος μεταξύ τού ισογείου και τού πρώτου ορόφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + όροφος. Το ω τού τ. μεσώροφος οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”